- καταχάσκω
- (AM καταχάσκω)νεοελλ.(για τόπους) αυτός που χαίνει, που χάσκει, που έχει μεγάλο βάθος, βαραθρώδης («καταχάσκουσα χαράδρα»)μσν.-αρχ.ανοίγω πολύ το στόμα σαν για να καταπιώ κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχασμώμαι — καταχασμῶμαι, άομαι (AM) 1. καταχάσκω*, ανοίγω το στόμα 2. καταγελώ 3. (για τα όσπρια) σπάζω, σκάω, ανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χασμῶμαι «ανοίγω το στόμα, χάσκω»] … Dictionary of Greek